υποκάτειμι

υποκάτειμι
ΜΑ
(το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) ὑποκατιών
(σχετικά με σύγγραμμα) παρακάτω («τὸ ἄδηλον τῆς λέξεως διεσάφησεν ὑποκατιών», Φώτ.)
αρχ.
κατέρχομαι, κατεβαίνω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κάτειμι «κατέρχομαι, κατεβαίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”